καλυκοφόρος

καλυκοφόρος
-ο
(για βλήματα)
1. αυτός που έχει κάλυκα
2. ζωολ. τα καλυκοφόρα
γένος υδροζώων, αλλ. σιφωνοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, τροχο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλυκοφόρος — α, ο 1. (για βλήματα), που έχει κάλυκες. 2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., καλυκοφόρα γένος υδρόζωων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”